- ῥιπταστικός
- ῥιπτ-αστικός, ή, όν,A tossing to and fro: τὸ ῥ.,= ῥιπτασμός, M. Ant.1.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ριπταστικός — ή, όν, Α [ῥιπτάζω] 1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί 2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόν ο ριπτασμός … Dictionary of Greek
ῥιπταστικόν — ῥιπταστικός tossing to and fro masc acc sg ῥιπταστικός tossing to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)